Είναι απαραίτητο ο ομοιοπαθητικός να είναι ιατρός;

Γεώργιος Λουκάς, ψυχίατρος

Σήμερα θα ήθελα να σας καταθέσω τις απόψεις μου για ένα πολυσυζητημένο, τον τελευταίο καιρό, θέμα. Πολύ συζήτηση γίνεται για το αν είναι απαραίτητο ο ομοιοπαθητικός να είναι ιατρός. Πριν μερικά χρόνια θα σας απαντούσα ότι είναι απαραίτητο. Σήμερα, έχοντας κλείσει μια δεκαετία διδασκαλίας της ομοιοπαθητικής και έχοντας συμμετοχή στην εκπαίδευση δεκάδων ιατρών, θα σας έλεγα πως δεν είναι απαραίτητο.

Για να μπορέσω να τεκμηριώσω την απάντησή μου αυτή θα ήθελα να σας αναφέρω κάποια δεδομένα για την λειτουργία του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος αποτελείται από δυο ημισφαίρια. Το αριστερό ημισφαίριο είναι υπεύθυνο για το λόγο και λειτουργεί με ένα γραμμικό – λογικό τρόπο σκέψης. Το δεξί ημισφαίριο επιτελεί τη λειτουργία του προσανατολισμού στο χώρο και της αντίληψης των γεωμετρικών σχημάτων, της μουσικής, της τέχνης, και γενικά των ολοτήτων. Χρησιμοποιεί τρόπο σκέψης, ο οποίος είναι ειδικός για την αντίληψη μιας ολότητας και μιας μορφής. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και τα δυο ημισφαίρια, αλλά ο καθένας μας, ανάλογα με τις κλίσεις του, την παιδεία του και την εκπαίδευση που έχει πάρει, χρησιμοποιεί περισσότερο άλλοτε το δεξιό και άλλοτε το αριστερό ημισφαίριο. Ένα άτομο που είναι καλλιτέχνης χρησιμοποιεί περισσότερο το δεξί του ημισφαίριο ενώ ένας φιλόλογος το αριστερό ημισφαίριο.

Σύμφωνα με την πρακτική της ομοιοπαθητικής ο ιατρός καλείται να δώσει ένα φάρμακο το οποίο να καλύψει το σύνολο των συμπτωμάτων. Αφού η ομοιοπαθητική ασχολείται με το σύνολο των συμπτωμάτων, είναι προφανές ότι χρειάζεται να έχει καλά εκπαιδευμένο το δεξιό του ημισφαίριο.

Αντίθετα, η αλλοπαθητική ιατρική είναι βασισμένη στην εξειδίκευση και στην αιτιολογική θεραπεία και είναι προφανές ότι βασίζεται σε ένα γραμμικό-λογικό τρόπο σκέψης, δηλαδή ο ιατρός που την εφαρμόζει χρειάζεται να έχει καλά εκπαιδευμένο το αριστερό του ημισφαίριο.

Αυτή η σύγκρουση μεταξύ αριστεροημισφαιρικής και δεξιοημισφαιρικής πρακτικής υπήρχε και στην Αρχαία Ελλάδα που υπήρχαν δυο διαφορετικές σχολές ιατιρικής, της Κω και της Κνίδου. Οι διαφορές της πρακτικής των δυο σχολών ήταν οι εξής:

  1. Οι Κώοι απέδιδαν ιδιαίτερη προσοχή στον άρρωστο, ενώ οι Κνίδιοι στην αρρώστια.
  2. Οι Κώοι επέμεναν περισσότερο στην εξέλιξη και στην πρόγνωση των νόσων, ενώ οι Κνίδιοι επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους στα διαγνωστικά σημεία.
  3. Οι Κώοι μελετούσαν περισσότερο τα κοινά χαρακτηριστικά, ενώ οι Κνίδιοι τα επί μέρους χαρακτηριστικά των νόσων.
  4. Οι Κώοι εξέταζαν λεπτομερώς το σύνολο των ψυχοσωματικών εκδηλώσεων ενώ οι Κνίδιοι τα πάσχοντα όργανα των αρρώστων.
  5. Οι Κώοι είχαν περισσότερο συνθετική κρίση, ενώ οι Κνίδιοι χρησιμοποιούσαν αναλυτική μεθοδολογία.

Με βάση τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι η σημερινή ιατρική χρησιμοποιεί κυρίως τη φιλοσοφία της σχολής της Κνίδου και λιγότερο της Ιπποκρατικής σχολής, σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική, που όλη η θεωρία και η πρακτική της είναι βασισμένη στην Ιπποκρατική μεθοδολογία. Είναι φανερό ότι η σωστή εφαρμογή της ιατρικής χρειάζεται ένα αρμονικό πάντρεμα των δυο μεθοδολογιών, όπως ένας ισορροπημένος άνθρωπος χρειάζεται την αρμονική συνεργασία του αριστερού και του δεξιού του ημισφαιρίου.

Αλλά κάτι τέτοιο δεν εφαρμόζεται ακόμη στην κοινωνία μας. Ένας μέσος ιατρός έχει δαπανήσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στο να χρησιμοποιεί γραμμικό-λογικό τρόπο σκέψης. Η υπερβολική χρήση αυτού του τρόπου σκέψης ξεκινάει πολύ νωρίς από τα πρώτα μαθητικά χρόνια, συνεχίζεται στο πανεπιστήμιο και αργότερα κατά την ειδικότητα. Οι απαιτήσεις του συστήματος είναι τέτοιες, που είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κάποιος από αυτόν τον τύπο εκπαίδευσης. Γι’ αυτόν τον λόγο οι περισσότεροι ιατροί θεωρούν την ομοιοπαθητική δύσκολη. Για να ασχοληθεί ένας τέτοιος ιατρός με την ομοιοπαθητική θα πρέπει να αρχίσει να αναπτύξει τον ολιστικό τρόπο σκέψης. Αυτό όμως δεν είναι εύκολο για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι είναι δύσκολο, μετά από χρόνια, να μπεις σε διαδικασία να αναπτύξεις μηχανισμούς, που θα έλθουν σε ένα βαθμό σε αντίθεση με ότι έχεις δημιουργήσει τόσα χρόνια.

Εδώ θα ήθελα να σας καταθέσω τη δική μου εμπειρία. Άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με την ομοιοπαθητική από πολύ νωρίς. Είχα την τύχη να με δεχθεί ως μαθητή ο Αρίσταρχος Τσαμασλίδης, σε ένα κύκλο σεμιναρίων που έκανε, ενώ ήμουν τριτοετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο. Εκπαιδευόμουν στην ομοιοπαθητική παράλληλα με τις σπουδές της ιατρικής. Αυτά τα χρόνια πολλές φορές βίωνα μια εσωτερική σύγκρουση. Έκανα παράλληλα μια εκπαίδευση που βασιζόταν στο γραμμικό – λογικό τρόπο σκέψης και μια άλλη εκπαίδευση που βασιζόταν στην αντίληψη της ολότητας. Αυτό πολλές φορές δημιουργούσε συγκρούσεις. Αυτή τη σύγκρουση γραμμικής σκέψης και ολιστικής σκέψης τη βιώνει οποιοσδήποτε ιατρός θελήσει να ασχοληθεί με την ομοιοπαθητική. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί γιατροί ξεκινάνε να παρακολουθούν σεμινάρια ομοιοπαθητικής και μετά τα σταματάνε. Για όσους συνεχίζουν, υπάρχει ο κίνδυνος να πέσουν στην παγίδα να αναζητήσουν ασφάλεια και προστασία από κάποιο μεγάλο «γκουρού» ή δάσκαλο, ο οποίος θα καλύπτει τις δεξιοημισφαιρικές τους ανεπάρκειες.

Η λογική λέει λοιπόν, ότι για να αναπτυχθεί η ομοιοπαθητική χρειάζεται να αναπτυχθεί ένα σύστημα εκπαίδευσης το οποίο θα παρέχει στους εκπαιδευόμενους όλα τα εφόδια για να είναι καλοί ομοιοπαθητικοί ιατροί. Η ιδανική μορφή θα ήταν να υπάρχει ιατρική σχολή ομοιοπαθητικής, η οποία θα έδινε τα απαραίτητα εφόδια εκπαίδευσης στην ομοιοπαθητική. Ένα τέτοιο σύστημα θα έπρεπε να χρησιμοποιεί μεθοδολογία που να συνδυάζει και το γραμμικό- λογικό τρόπο σκέψης αλλά και τον ολιστικό τρόπο σκέψης, που είναι απαραίτητος για να γίνει κάποιος καλός ομοιοπαθητικός.

Επειδή, όμως, όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε εκπαιδευτικό κενό σχετικά με την ομοιοπαθητική και οι ιατροί αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να αναπτύξουν ολιστικό τρόπο σκέψης, δημιουργήθηκαν ιδιωτικά εκπαιδευτικά προγράμματα ομοιοπαθητικής. Αυτά εκπαίδευαν θεραπευτές στην εξάσκηση της ομοιοπαθητικής, παρέχοντάς τους κάποιες βασικές ιατρικές γνώσεις. Από αυτά τα εκπαιδευτικά προγράμματα έχουν αποφοιτήσει πολλοί αξιόλογοι ομοιοπαθητικοί θεραπευτές, που έχουν βοηθήσει την εξέλιξη της ομοιοπαθητικής. Σήμερα λοιπόν, η ομοιοπαθητική εφαρμόζεται από ιατρούς και μη ιατρούς, που έχουν παρακολουθήσει εκπαιδευτικά προγράμματα ομοιοπαθητικής. Ένας ομοιοπαθητικός θεραπευτής έχει εκπαιδευτεί στο να συνταγογραφεί ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κάνει διάγνωση. Η διάγνωση είναι ιατρική πράξη που γίνεται από ειδικευμένους ιατρούς.

Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ένα νέο ρεύμα ομοιοπαθητικής το οποίο καλείται γνωστική ομοιοπαθητική, που συνδυάζει την επιστήμη της ομοιοπαθητικής με βασικές αρχές της γνωστικής ψυχολογίας. Σύμφωνα με την γνωστική ομοιοπαθητική, τα συμπτώματα σχετίζονται με τον τρόπο που φαντασιώνει το άτομο τον εαυτό του, ανάλογα με τις ιδέες που αυτό ιεραρχεί σημαντικές και πάντα σε σχέση με τους άλλους που συναναστρέφεται στο περιβάλλον που ζει. Έτσι, ένα άτομο μπορεί να νοιώθει ότι δεν το αγαπούν, δεν το εκτιμούν, ότι το υποτιμούν ή το κακοποιούν. Το ομοιοπαθητικό φάρμακο προσπαθεί να αλλάξει τον τρόπο που φαντασιώνει το άτομο την πραγματικότητα. Η βελτίωση σε αυτό το επίπεδο έχει σαν αποτέλεσμα την βελτίωση των συμπτωμάτων. Η γνωστική ομοιοπαθητική αποβλέπει στην ψυχική ευεξία του ατόμου, στην βελτίωση των σχέσεών του με τους άλλους και στην καλύτερη προσαρμογή του στο περιβάλλον που ζει.

Αυτή η θεώρηση λοιπόν, πιστεύω ότι μπορεί να βοηθήσει πολύ στην εξέλιξη της ιατρικής. Ο θεραπευτής που εφαρμόζει γνωστική ομοιοπαθητική δεν ασχολείται με τα συμπτώματα αλλά με την ψυχική ευεξία του ατόμου και έτσι συμπληρώνει το έργο των ειδικών που ασχολούνται με την λειτουργία του οργάνου. Με αυτό τον τρόπο πετυχαίνεται μια εξαιρετική συνεργασία γραμμικού-λογικού τρόπου σκέψης και ολιστικού τρόπου σκέψης. Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται ότι ο ρόλος του ομοιοπαθητικού έρχεται να συνεισφέρει στην καλύτερη ψυχοσωματική προσέγγιση του ατόμου. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να έχει αρκετές γνώσεις ψυχολογίας. Ένας καλός ψυχολόγος με γνώσεις ομοιοπαθητικής θα μπορούσε να προσφέρει πολλά προς αυτήν την κατεύθυνση. Και ένας ομοιοπαθητικός θεραπευτής, που έχει εκπαιδευτεί με αυτές τις αρχές, μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμος στο να συμπληρωθεί και να βελτιωθεί το υπάρχον σύστημα υγείας. Ο ρόλος του μπορεί να είναι σε αρμονία με την υπόλοιπη ιατρική κοινότητα όπως συνεργάζονται αρμονικά οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι φυσιοθεραπευτές, οι διαιτολόγοι κ.λ.π. που ασχολούνται με την φροντίδα ασθενών, ο καθένας σύμφωνα με το αντικείμενό του.

Οι παραπάνω απόψεις, αποτελούν το απαύγασμα όλων των συγκρούσεων που έχω βιώσει και των εμπειριών που έχω αποκομίσει σε 23 χρόνια εκπαίδευσης και εφαρμογής της ιατρικής σε δυο επίπεδα. Το ένα που αφορούσε την σχολή της Κνίδου περιλάμβανε εκπαίδευση στην ιατρική, εξειδίκευση στην ψυχιατρική, εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα με διπλά τυφλά πειράματα. Το άλλο που αφορούσε τη σχολή της Κω περιλάμβανε εκπαίδευση στην ομοιοπαθητική, εκπαίδευση σε διάφορες ψυχοσωματικές θεωρίες και πρακτικές και συγκριτική μελέτη διαφόρων θεραπευτικών συστημάτων. Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι παραπάνω απόψεις στοχεύουν στην ανεύρεση λύσεων για να αναπτυχθεί η ομοιοπαθητική ως επιστήμη. Και προς αυτήν την κατεύθυνση πιστεύω ότι θα ακολουθήσει γόνιμος και εποικοδομητικός διάλογος, χωρίς φανατισμό, με κύριο γνώμονα την ανάπτυξη της επιστήμης. Αυτό θα γίνει από άτομα που την αγαπούν και την υπηρετούν και που δεν ιεραρχούν ως ύψιστο αγαθό το στενό προσωπικό τους συμφέρον.